- διαβολικῇ
- διαβολικόςslanderousfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβολική — διαβολικός slanderous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ди˫авольскыи — (32) пр. Принадлежащий, свойственный дьяволу; исходящий от дьявола, внушенный им: вьсѩко нахожениѥ сотонино. и вьсе начинаниѥ ди˫авольскоѥ. (διβολικόν) КЕ XII, 233а; Тро˫ако въ писании хотѣние обрѣтаѥмъ гл҃емо. бж(с)твно и ѥстьствьно. и плотьско … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
διαβολιά — η 1. πανουργία 2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα 3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος] … Dictionary of Greek
παλλακή — η (ΑΜ παλλακή) η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.) αρχ. πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
συνεργία — και συνέργεια, η, ΝΜΑ [συνεργός / συνεργής] 1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.) 2. φρ. «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» με την έμπνευση και την καθοδήγηση τού… … Dictionary of Greek
Γουίνγκερ, Ντέμπρα — (Debra Winger, Κλίβελαντ 1955 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Η Γ. διέθετε για ένα μεγάλο διάστημα της καριέρας της τον ιδανικό συνδυασμό: αγαπημένη των κριτικών, αλλά και πολλά εισιτήρια στα ταμεία. Πριν από την… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek